οινοτουρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οινοτουρισμός οι οινοτουρισμοί
      γενική του οινοτουρισμού των οινοτουρισμών
    αιτιατική τον οινοτουρισμό τους οινοτουρισμούς
     κλητική οινοτουρισμέ οινοτουρισμοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινοτουρισμός < οινο- + τουρισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική enotourism

Προφορά

ΔΦΑ : /i.no.tu.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οινοτουρισμός

Ουσιαστικό

οινοτουρισμός αρσενικό

  • είδος τουρισμού ο οποίος περιλαμβάνει τη δοκιμή, κατανάλωση και αγορά κρασιού από την περιοχή παραγωγής του κρασιού
      Πριν από έναν χρόνο συμπληρώσαμε 20 χρόνια δραστηριότητας. Αυτό που κατάφερε ως τώρα η ένωση είναι να φέρει κοντά πολλούς και σημαντικούς οινοπαραγωγούς της χώρας και να καλλιεργήσει μια κουλτούρα συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ τους. Στήριξε τη συλλογική εικόνα των προϊόντων του αμπελώνα της Βορείου Ελλάδος, συνέβαλε στην προώθηση και προβολή του ελληνικού κρασιού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και καθιέρωσε τον οινοτουρισμό ως εναλλακτική μορφή τουρισμού.
    Αλεξάνδρα Ανθίδου, Περί οίνου, Το Βήμα, 3 Δεκεμβρίου 2014
      Ακούγεται ίσως παράλογο να ταξιδέψεις από τη μία άκρη της Γης στην άλλη για να δοκιμάσεις ένα καλό κρασί. Oμως ο οινοτουρισμός, που εξελίσσεται σε δυναμικό κομμάτι της παγκόσμιας τουριστικής βιομηχανίας, είναι κάτι παραπάνω από την ξενάγηση σε ένα οινοποιείο, είναι μια ολοκληρωμένη ταξιδιωτική εμπειρία.
    Μαρία Κοραχάη , Αλεξάνδρα Τζαβέλλα, [https://archive.ph/wip/xEesa Οινοτουρισμός, Η Καθημερινή, 18 Οκτωβρίου 2016
      Το τριήμερο πρόγραμμα, με θέμα «Ένα ταξίδι στον οίνο & στο χρόνο», συνδιοργανώνεται από το υπουργείο Τουρισμού, τον ΕΟΤ και την Περιφέρεια Πελοποννήσου. Αντικείμενό του αποτελεί η ανάδειξη της δυναμικής και των ευκαιριών ανάπτυξης που δημιουργεί ο οινοτουρισμός, σε συνδυασμό με άλλες μορφές τουριστικής δραστηριότητας, για την ελληνική Περιφέρεια και ειδικά για μία περιοχή, πλούσια σε ιστορία αλλά και φημισμένες ετικέτες κρασιού, όπως η Νεμέα.
    Οινοτουρισμός: Στη Νεμέα η νέα στάση του οδοιπορικού του υπουργείου Τουρισμού, naftemporiki.gr, 31 Μαρτίου 2022

Συγγενικά

  • οινοτουριστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.