οικοτοξικολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οικοτοξικολογικός | η | οικοτοξικολογική | το | οικοτοξικολογικό |
| γενική | του | οικοτοξικολογικού | της | οικοτοξικολογικής | του | οικοτοξικολογικού |
| αιτιατική | τον | οικοτοξικολογικό | την | οικοτοξικολογική | το | οικοτοξικολογικό |
| κλητική | οικοτοξικολογικέ | οικοτοξικολογική | οικοτοξικολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οικοτοξικολογικοί | οι | οικοτοξικολογικές | τα | οικοτοξικολογικά |
| γενική | των | οικοτοξικολογικών | των | οικοτοξικολογικών | των | οικοτοξικολογικών |
| αιτιατική | τους | οικοτοξικολογικούς | τις | οικοτοξικολογικές | τα | οικοτοξικολογικά |
| κλητική | οικοτοξικολογικοί | οικοτοξικολογικές | οικοτοξικολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οικοτοξικολογικός < οικοτοξικολογ(ία) + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ecotoxicological[1])
Μεταφράσεις
οικοτοξικολογικός
- οικοτοξικολογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.