οικοτεχνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικοτεχνία οι οικοτεχνίες
      γενική της οικοτεχνίας των οικοτεχνιών
    αιτιατική την οικοτεχνία τις οικοτεχνίες
     κλητική οικοτεχνία οικοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικοτεχνία < οικο- + -τεχνία κατά το βιοτεχνία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.teˈxni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οικοτεχνία

Ουσιαστικό

οικοτεχνία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.