οικοτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικοτεχνία | οι | οικοτεχνίες |
| γενική | της | οικοτεχνίας | των | οικοτεχνιών |
| αιτιατική | την | οικοτεχνία | τις | οικοτεχνίες |
| κλητική | οικοτεχνία | οικοτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ko.teˈxni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐τεχ‐νί‐α
Ουσιαστικό
οικοτεχνία θηλυκό
- το σύνολο εξειδικευμένων και μη εργασιών, που εκτελούνται επαγγελματικά στην κατοικία μιας οικογένειας από τα ίδια τα μέλη της
Αναφορές
- οικοτεχνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.