οικογενειοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οικογενειοκρατία | οι | οικογενειοκρατίες |
| γενική | της | οικογενειοκρατίας | των | οικογενειοκρατιών |
| αιτιατική | την | οικογενειοκρατία | τις | οικογενειοκρατίες |
| κλητική | οικογενειοκρατία | οικογενειοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οικογενειοκρατία < οικογένει(α) + -ο- + -κρατία (<κράτος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.o.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐γε‐νει‐ο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
οικογενειοκρατία θηλυκό
- το φαινόμενο να επιβιώνουν και να κυριαρχούν στην πολιτική, κοινωνική, ακαδημαϊκή ζωή (αλλά και στην οικονομική ζωή ενός τόπου) μέλη της ίδιας οικογενείας συχνά επί σειρά πολλών γενεών, ο νεποτισμός
- ↪ Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πρώτος διδάξας της οικογενειοκρατίας, είχε πει «εγώ και τη μαγκούρα μου να στείλω στην Μάνη, θα εκλεγεί βουλευτής»
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.