νεποτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεποτισμός οι νεποτισμοί
      γενική του νεποτισμού των νεποτισμών
    αιτιατική τον νεποτισμό τους νεποτισμούς
     κλητική νεποτισμέ νεποτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεποτισμός < ιταλική nepotismο (nipote = ανιψιός) < λατινική nepos (εγγονός, απόγονος)

Ουσιαστικό

νεποτισμός αρσενικό

  • η παραχώρηση πολιτικών προνομίων και αξιωμάτων σε συγγενικά πρόσωπα, λόγω της ιδιότητάς τους ως συγγενείς, και όχι γιατί καλύπτουν τα αντικειμενικά προσόντα για να αναλάβουν την όποια υπευθυνότητα.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.