νεποτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεποτισμός | οι | νεποτισμοί |
| γενική | του | νεποτισμού | των | νεποτισμών |
| αιτιατική | τον | νεποτισμό | τους | νεποτισμούς |
| κλητική | νεποτισμέ | νεποτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νεποτισμός αρσενικό
- η παραχώρηση πολιτικών προνομίων και αξιωμάτων σε συγγενικά πρόσωπα, λόγω της ιδιότητάς τους ως συγγενείς, και όχι γιατί καλύπτουν τα αντικειμενικά προσόντα για να αναλάβουν την όποια υπευθυνότητα.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
νεποτισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.