οιακοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οιακοφόρος | η | οιακοφόρα | το | οιακοφόρο |
| γενική | του | οιακοφόρου | της | οιακοφόρας | του | οιακοφόρου |
| αιτιατική | τον | οιακοφόρο | την | οιακοφόρα | το | οιακοφόρο |
| κλητική | οιακοφόρε | οιακοφόρα | οιακοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οιακοφόροι | οι | οιακοφόρες | τα | οιακοφόρα |
| γενική | των | οιακοφόρων | των | οιακοφόρων | των | οιακοφόρων |
| αιτιατική | τους | οιακοφόρους | τις | οιακοφόρες | τα | οιακοφόρα |
| κλητική | οιακοφόροι | οιακοφόρες | οιακοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οιακοφόρος < οίακ(ας) + -ο- + -φόρος < φέρω, αρχαία ελληνική οἰακοφόρος
Επίθετο
οιακοφόρος, -ος/-α, -ο
Συνώνυμα
- πηδαλιοφόρος
- πηδαλιουχούμενος
Μεταφράσεις
οιακοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.