ξυλόκοτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλόκοτα οι ξυλόκοτες
      γενική της ξυλόκοτας
    αιτιατική την ξυλόκοτα τις ξυλόκοτες
     κλητική ξυλόκοτα ξυλόκοτες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλόκοτα < ξυλό- + κότα

Ουσιαστικό

ξυλόκοτα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, πτηνό η μπεκάτσα
  2. (μεταφορικά) ξερακιανή γυναίκα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.