μπεκάτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπεκάτσα οι μπεκάτσες
      γενική της μπεκάτσας των (μπεκατσών)
    αιτιατική την μπεκάτσα τις μπεκάτσες
     κλητική μπεκάτσα μπεκάτσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μπεκάτσα

Ετυμολογία

μπεκάτσα < (άμεσο δάνειο) βενετική becazza < ιταλική beccaccia

Ουσιαστικό

μπεκάτσα θηλυκό

  • (πτηνό) πολύχρωμο πουλί με μακρύ ράμφος που ζει σε υδάτινα περιβάλλοντα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.