ξυλάλευρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλάλευρο τα ξυλάλευρα
      γενική του ξυλάλευρου των ξυλάλευρων
    αιτιατική το ξυλάλευρο τα ξυλάλευρα
     κλητική ξυλάλευρο ξυλάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλάλευρο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική farine de bois

Ουσιαστικό

ξυλάλευρο ουδέτερο

  • πολύ λεπτή σκόνη που παράγεται από τη συντριβή ξύλων. Χρησιμοποιείται στην παραγωγή χαρτιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.