ξυλάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξυλάδικο τα ξυλάδικα
      γενική του ξυλάδικου των ξυλάδικων
    αιτιατική το ξυλάδικο τα ξυλάδικα
     κλητική ξυλάδικο ξυλάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξυλάδικο < ξύλ(ο) + -άδικο

Ουσιαστικό

ξυλάδικο ουδέτερο

  1. το ξυλουργείο
  2. αποθήκη ξυλείας
  3. κατάστημα πώλησης ξύλου, κάρβουνου, κ.α. ως καύσιμο υλικό
  4. (ναυτικός όρος): εμπορικό φορτηγό πλοίο μεταφοράς ξυλείας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.