ξινομυζήθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξινομυζήθρα | οι | ξινομυζήθρες |
| γενική | της | ξινομυζήθρας | των | ξινομυζηθρών |
| αιτιατική | την | ξινομυζήθρα | τις | ξινομυζήθρες |
| κλητική | ξινομυζήθρα | ξινομυζήθρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksi.no.miˈzi.θɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐νο‐μυ‐ζή‐θρα
Συνώνυμα
Πηγές
- ξινομυζήθρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.