ξηροδερμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξηροδερμία | οι | ξηροδερμίες |
| γενική | της | ξηροδερμίας | των | ξηροδερμιών |
| αιτιατική | την | ξηροδερμία | τις | ξηροδερμίες |
| κλητική | ξηροδερμία | ξηροδερμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξηροδερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική xérodermie < αρχαία ελληνική ξηρός + δέρμα
Πολυλεκτικοί όροι
- μελαγχρωματική ξηροδερμία
- (ελληνιστική κοινή) ξηρόδερμος
Μεταφράσεις
ξηροδερμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
