ξεφωνητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφωνητό τα ξεφωνητά
      γενική του ξεφωνητού των ξεφωνητών
    αιτιατική το ξεφωνητό τα ξεφωνητά
     κλητική ξεφωνητό ξεφωνητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεφωνητό < ξεφωνώ

Ουσιαστικό

ξεφωνητό ουδέτερο

  1. η κραυγή, το τσίριγμα, η δυνατή φωνή
  2. (λαϊκότροπο) η αποδοκιμασία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.