ξεφωνημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεφωνημένος η ξεφωνημένη το ξεφωνημένο
      γενική του ξεφωνημένου της ξεφωνημένης του ξεφωνημένου
    αιτιατική τον ξεφωνημένο την ξεφωνημένη το ξεφωνημένο
     κλητική ξεφωνημένε ξεφωνημένη ξεφωνημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεφωνημένοι οι ξεφωνημένες τα ξεφωνημένα
      γενική των ξεφωνημένων των ξεφωνημένων των ξεφωνημένων
    αιτιατική τους ξεφωνημένους τις ξεφωνημένες τα ξεφωνημένα
     κλητική ξεφωνημένοι ξεφωνημένες ξεφωνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεφωνημένος < ξεφωνώ

Μετοχή

ξεφωνημένος

  • που τον έχουν ξεφωνήσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.