ξεφωνώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεφωνώ < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξεφώνησα < (ελληνιστική κοινή) ἐκφωνέω

Ρήμα

ξεφωνώ

  1. φωνάζω δυνατά
  2. (λαϊκότροπο) αποδοκιμάζω

 δείτε τη λέξη ξεφωνίζω

Συγγενικά


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.