ξεφούσκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφούσκωμα | τα | ξεφουσκώματα |
| γενική | του | ξεφουσκώματος | των | ξεφουσκωμάτων |
| αιτιατική | το | ξεφούσκωμα | τα | ξεφουσκώματα |
| κλητική | ξεφούσκωμα | ξεφουσκώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεφούσκωμα < ξεφουσκώνω
Ουσιαστικό
ξεφούσκωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα και η ενέργεια του ρήματος ξεφουσκώνω, η αφαίρεση του αέρα από ένα φουσκωτό, φουσκωμένο αντικέιμενο ή η απώλεια του αέρα που περιέχει λόγω βλάβης
- (μεταφορικά) η αποκατάσταση μιας υπερβολικά διογκωμένης κατάστασης στις φυσικές της διαστάσεις
- η ανακούφιση από την αποκατάσταση της λειτουργίας του στομάχου και των εντέρων, η απαλλαγή από το φούσκωμα
Μεταφράσεις
ξεφούσκωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.