ξεφούρνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεφούρνισμα | τα | ξεφουρνίσματα |
| γενική | του | ξεφουρνίσματος | των | ξεφουρνισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεφούρνισμα | τα | ξεφουρνίσματα |
| κλητική | ξεφούρνισμα | ξεφουρνίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεφούρνισμα < ξεφουρνίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
ξεφούρνισμα ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φούρνος
Μεταφράσεις
ξεφούρνισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.