ξεφούρνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεφούρνισμα τα ξεφουρνίσματα
      γενική του ξεφουρνίσματος των ξεφουρνισμάτων
    αιτιατική το ξεφούρνισμα τα ξεφουρνίσματα
     κλητική ξεφούρνισμα ξεφουρνίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεφούρνισμα < ξεφουρνίζ(ω) + -μα

Ουσιαστικό

ξεφούρνισμα ουδέτερο

  1. το βγάλσιμο από τον φούρνο
     αντώνυμα: φούρνισμα
  2. (μεταφορικά) το να λέει κάποιος ξαφνικά (και ενδεχομένως άκαιρα) κάτι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.