ξεσκόνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεσκόνισμα τα ξεσκονίσματα
      γενική του ξεσκονίσματος των ξεσκονισμάτων
    αιτιατική το ξεσκόνισμα τα ξεσκονίσματα
     κλητική ξεσκόνισμα ξεσκονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεσκόνισμα < ξεσκονίζω

Ουσιαστικό

ξεσκόνισμα ουδέτερο

  1. η απομάκρυνση της σκόνης από μια επιφάνεια
  2. η επανάληψη για να θυμηθούμε κάτι που είχαμε μάθει πριν από καιρό
    τα αγγλικά μου χρειάζονται ένα ξεσκόνισμα
  3. εξονυχιστική εξέταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.