Μικρασιάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μικρασιάτης | οι | Μικρασιάτες |
| γενική | του | Μικρασιάτη | των | Μικρασιατών |
| αιτιατική | τον | Μικρασιάτη | τους | Μικρασιάτες |
| κλητική | Μικρασιάτη | Μικρασιάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μικρασιάτης < Μικρά Ασία + -άτης
Κύριο όνομα
Μικρασιάτης αρσενικό (θηλυκό Μικρασιάτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Μικρά Ασία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Μικρασιάτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.