ξεπάγιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπάγιασμα τα ξεπαγιάσματα
      γενική του ξεπαγιάσματος των ξεπαγιασμάτων
    αιτιατική το ξεπάγιασμα τα ξεπαγιάσματα
     κλητική ξεπάγιασμα ξεπαγιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεπάγιασμα < μεσαιωνική ελληνική ξεπαγιασμός < ξεπαγιάζω < ξε και πάγος < ίσως από (ελληνιστική κοινή) ἐκπνήγνυμαι

Ουσιαστικό

ξεπάγιασμα ουδέτερο

  1. η αίσθηση του έντονου κρύου σε ζωντανά πλάσματα ή το αποτέλεσμά του σε φυτά
    ο πόνος απ' το ξεπάγιασμα στα δάχτυλα, η αγωνία μήν τα χάσουμε
  2. ο θάνατος από υποθερμία, στον πόλεμο, σε αντίξοες συνθήκες, στα βουνά (ή από τον παγωνιά για ζώα)
    ήξερε αυτή τη ζέστα κι αυτή τη νύστα πριν το ξεπάγιασμα (Ανυπεράσπιστοι, του Δημήτρη Χατζή)
  3. στον πληθυντικό, τα ξεπαγιάσματα ως ουσιαστικό, σήμαιναν κατά τον 20ο αιώνα τις χιονίστρες, τα χείμετλα

Σημειώσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.