ξεπαγώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξεπαγώνω, μτχ. παθ. παρακ. ξεπαγωμένος
- (μεταβατικό) βγάζω τρόφιμα από την κατάψυξη και τα αφήνω για αρκετό χρόνο σε θερμοκρασία δωματίου ώστε να μπορέσω να τα μαγειρέψω
- (αμετάβατο)
- βγάζω το κρέας από την κατάψυξη για να ξεπαγώσει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεπαγώνω | ξεπάγωνα | θα ξεπαγώνω | να ξεπαγώνω | ξεπαγώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεπαγώνεις | ξεπάγωνες | θα ξεπαγώνεις | να ξεπαγώνεις | ξεπάγωνε | |
| γ' ενικ. | ξεπαγώνει | ξεπάγωνε | θα ξεπαγώνει | να ξεπαγώνει | ||
| α' πληθ. | ξεπαγώνουμε | ξεπαγώναμε | θα ξεπαγώνουμε | να ξεπαγώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεπαγώνετε | ξεπαγώνατε | θα ξεπαγώνετε | να ξεπαγώνετε | ξεπαγώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεπαγώνουν(ε) | ξεπάγωναν ξεπαγώναν(ε) |
θα ξεπαγώνουν(ε) | να ξεπαγώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεπάγωσα | θα ξεπαγώσω | να ξεπαγώσω | ξεπαγώσει | ||
| β' ενικ. | ξεπάγωσες | θα ξεπαγώσεις | να ξεπαγώσεις | ξεπάγωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεπάγωσε | θα ξεπαγώσει | να ξεπαγώσει | |||
| α' πληθ. | ξεπαγώσαμε | θα ξεπαγώσουμε | να ξεπαγώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεπαγώσατε | θα ξεπαγώσετε | να ξεπαγώσετε | ξεπαγώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεπάγωσαν ξεπαγώσαν(ε) |
θα ξεπαγώσουν(ε) | να ξεπαγώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεπαγώσει | είχα ξεπαγώσει | θα έχω ξεπαγώσει | να έχω ξεπαγώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεπαγώσει | είχες ξεπαγώσει | θα έχεις ξεπαγώσει | να έχεις ξεπαγώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεπαγώσει | είχε ξεπαγώσει | θα έχει ξεπαγώσει | να έχει ξεπαγώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεπαγώσει | είχαμε ξεπαγώσει | θα έχουμε ξεπαγώσει | να έχουμε ξεπαγώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεπαγώσει | είχατε ξεπαγώσει | θα έχετε ξεπαγώσει | να έχετε ξεπαγώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεπαγώσει | είχαν ξεπαγώσει | θα έχουν ξεπαγώσει | να έχουν ξεπαγώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.