ξενόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξενόφωνος | η | ξενόφωνη | το | ξενόφωνο |
| γενική | του | ξενόφωνου | της | ξενόφωνης | του | ξενόφωνου |
| αιτιατική | τον | ξενόφωνο | την | ξενόφωνη | το | ξενόφωνο |
| κλητική | ξενόφωνε | ξενόφωνη | ξενόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξενόφωνοι | οι | ξενόφωνες | τα | ξενόφωνα |
| γενική | των | ξενόφωνων | των | ξενόφωνων | των | ξενόφωνων |
| αιτιατική | τους | ξενόφωνους | τις | ξενόφωνες | τα | ξενόφωνα |
| κλητική | ξενόφωνοι | ξενόφωνες | ξενόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξενόφωνος < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ξενόφωνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.