ξενόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξενόφιλος | η | ξενόφιλη | το | ξενόφιλο |
| γενική | του | ξενόφιλου | της | ξενόφιλης | του | ξενόφιλου |
| αιτιατική | τον | ξενόφιλο | την | ξενόφιλη | το | ξενόφιλο |
| κλητική | ξενόφιλε | ξενόφιλη | ξενόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξενόφιλοι | οι | ξενόφιλες | τα | ξενόφιλα |
| γενική | των | ξενόφιλων | των | ξενόφιλων | των | ξενόφιλων |
| αιτιατική | τους | ξενόφιλους | τις | ξενόφιλες | τα | ξενόφιλα |
| κλητική | ξενόφιλοι | ξενόφιλες | ξενόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξενόφιλος < ξενό- + -φιλος. Δείτε την αγγλική xenophile
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈno.fi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐νό‐φι‐λος
Αντώνυμα
Συγγενικά
Υπώνυμα
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- «ξενοφιλία» -Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.