ξενίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξενίζω < αρχαία ελληνική ξενίζω (φιλοξενώ) < ξένος

Ρήμα

ξενίζω παθητική φωνή: ξενίζομαι)

  1. παραξενεύω, εκπλήσσω
  2. φαίνομαι ή φέρομαι σαν ξένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ξενίζω < ξένος

Ρήμα

ξενίζω (ξενίσω, ξενιῶ) και ξενόω

  1. φιλοξενώ
  2. δίνω δώρα φιλοξενίας
  3. ξενίζομαι: με φιλοξενούν

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.