παραξενεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραξενεύω < παράξενος + -εύω

Ρήμα

παραξενεύω (παθητική φωνή: παραξενεύομαι

  1. εκπλήσσω κάποιον με μια ασυνήθιστη ενέργεια ή κατάσταση, του προκαλώ απορία
  2. γίνομαι παράξενος
    άλλες μορφές: παραξενιάζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.