ξελίγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελίγωμα τα ξελιγώματα
      γενική του ξελιγώματος των ξελιγωμάτων
    αιτιατική το ξελίγωμα τα ξελιγώματα
     κλητική ξελίγωμα ξελιγώματα
Σπάνια στη γενική.
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξελίγωμα < ξελιγώ(νω) + -μα.[1] Δείτε και τα μεσαιωνικά λίγωμα και ξελιγώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /kseˈli.ɣo.ma/

Ουσιαστικό

ξελίγωμα ουδέτερο

  1. αίσθηση ότι βγαίνουν τα σωθικά έξω είτε από την πείνα, είτε από τα πολλά γέλια
  2. αίσθηση δυσφορίας από κατανάλωση πολλών γλυκισμάτων
  3.  συνώνυμα: λιγούρα, λιγωμάρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.