ξελίγωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξελίγωμα | τα | ξελιγώματα |
| γενική | του | ξελιγώματος | των | ξελιγωμάτων |
| αιτιατική | το | ξελίγωμα | τα | ξελιγώματα |
| κλητική | ξελίγωμα | ξελιγώματα | ||
| Σπάνια στη γενική. | ||||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξελίγωμα < ξελιγώ(νω) + -μα.[1] Δείτε και τα μεσαιωνικά λίγωμα και ξελιγώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈli.ɣo.ma/
Ουσιαστικό
ξελίγωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- ξελιγωμένος
- λίγος
- αρχαία ελληνική ὀλιγόω
Μεταφράσεις
ξελίγωμα
|
|
- ξελίγωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.