λίγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λίγωμα τα λιγώματα
      γενική του λιγώματος των λιγωμάτων
    αιτιατική το λίγωμα τα λιγώματα
     κλητική λίγωμα λιγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λίγωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λίγωμα < λιγώ(νω) + -μα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.ɣo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λίγωμα

Ουσιαστικό

λίγωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.