ξελάφρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξελάφρωμα τα ξελαφρώματα
      γενική του ξελαφρώματος των ξελαφρωμάτων
    αιτιατική το ξελάφρωμα τα ξελαφρώματα
     κλητική ξελάφρωμα ξελαφρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξελάφρωμα < ξελαφρώνω και ξαλαφρώνω

Ουσιαστικό

ξελάφρωμα ουδέτερο

  • ανακούφιση από ένα βάρος, σωματικό ή ψυχικό, κυρίως το πρώτο

 δείτε τη λέξη ξαλάφρωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.