ξαλάφρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαλάφρωμα τα ξαλαφρώματα
      γενική του ξαλαφρώματος των ξαλαφρωμάτων
    αιτιατική το ξαλάφρωμα τα ξαλαφρώματα
     κλητική ξαλάφρωμα ξαλαφρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξαλάφρωμα < ξαλαφρώνω

Ουσιαστικό

ξαλάφρωμα ουδέτερο

  1. ανακούφιση από την απαλλαγή ενός βάρους υλικού ή ψυχικού
  2. ανακούφιση από την επιτυχή έκβαση μιας προσπάθειας στην τουαλέτα για κάποια φυσική ανάγκη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.