ξεκλείδωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκλείδωμα τα ξεκλειδώματα
      γενική του ξεκλειδώματος των ξεκλειδωμάτων
    αιτιατική το ξεκλείδωμα τα ξεκλειδώματα
     κλητική ξεκλείδωμα ξεκλειδώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκλείδωμα < ξεκλειδώνω

Ουσιαστικό

ξεκλείδωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.