ξεκάρφωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεκάρφωμα τα ξεκαρφώματα
      γενική του ξεκαρφώματος των ξεκαρφωμάτων
    αιτιατική το ξεκάρφωμα τα ξεκαρφώματα
     κλητική ξεκάρφωμα ξεκαρφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξεκάρφωμα < ξεκαρφώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

ξεκάρφωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκαρφώνω, η έξοδος ή εξαγωγή αιχμηρού αντικειμένου από εκεί που ήταν καρφωμένο
     αντώνυμα: κάρφωμα
  2. (μεταφορικά) αντιπερισπασμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.