ξανθότριχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξανθότριχος | η | ξανθότριχη | το | ξανθότριχο |
| γενική | του | ξανθότριχου | της | ξανθότριχης | του | ξανθότριχου |
| αιτιατική | τον | ξανθότριχο | την | ξανθότριχη | το | ξανθότριχο |
| κλητική | ξανθότριχε | ξανθότριχη | ξανθότριχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξανθότριχοι | οι | ξανθότριχες | τα | ξανθότριχα |
| γενική | των | ξανθότριχων | των | ξανθότριχων | των | ξανθότριχων |
| αιτιατική | τους | ξανθότριχους | τις | ξανθότριχες | τα | ξανθότριχα |
| κλητική | ξανθότριχοι | ξανθότριχες | ξανθότριχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξανθότριχος < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.