ξαναπληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξαναπληρώνω
- πληρώνω ξανά για δεύτερη ή πολλοστή φορά κάτι που έχω ήδη πληρώσει
- Αναγκάστηκα να ξαναπληρώσω τη ΔΕΗ και μου είπαν ότι θα έχω επιστροφή, ενώ ήταν δικό τους λάθος
- Πληρώνω και ξαναπληρώνω το χαράτσι, βαρέθηκα πια -δεν έμενα στο νοίκι καλύτερα...
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξαναπληρώνω | ξαναπλήρωνα | θα ξαναπληρώνω | να ξαναπληρώνω | ξαναπληρώνοντας | |
| β' ενικ. | ξαναπληρώνεις | ξαναπλήρωνες | θα ξαναπληρώνεις | να ξαναπληρώνεις | ξαναπλήρωνε | |
| γ' ενικ. | ξαναπληρώνει | ξαναπλήρωνε | θα ξαναπληρώνει | να ξαναπληρώνει | ||
| α' πληθ. | ξαναπληρώνουμε | ξαναπληρώναμε | θα ξαναπληρώνουμε | να ξαναπληρώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξαναπληρώνετε | ξαναπληρώνατε | θα ξαναπληρώνετε | να ξαναπληρώνετε | ξαναπληρώνετε | |
| γ' πληθ. | ξαναπληρώνουν(ε) | ξαναπλήρωναν ξαναπληρώναν(ε) |
θα ξαναπληρώνουν(ε) | να ξαναπληρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξαναπλήρωσα | θα ξαναπληρώσω | να ξαναπληρώσω | ξαναπληρώσει | ||
| β' ενικ. | ξαναπλήρωσες | θα ξαναπληρώσεις | να ξαναπληρώσεις | ξαναπλήρωσε | ||
| γ' ενικ. | ξαναπλήρωσε | θα ξαναπληρώσει | να ξαναπληρώσει | |||
| α' πληθ. | ξαναπληρώσαμε | θα ξαναπληρώσουμε | να ξαναπληρώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξαναπληρώσατε | θα ξαναπληρώσετε | να ξαναπληρώσετε | ξαναπληρώστε | ||
| γ' πληθ. | ξαναπλήρωσαν ξαναπληρώσαν(ε) |
θα ξαναπληρώσουν(ε) | να ξαναπληρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξαναπληρώσει | είχα ξαναπληρώσει | θα έχω ξαναπληρώσει | να έχω ξαναπληρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξαναπληρώσει | είχες ξαναπληρώσει | θα έχεις ξαναπληρώσει | να έχεις ξαναπληρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξαναπληρώσει | είχε ξαναπληρώσει | θα έχει ξαναπληρώσει | να έχει ξαναπληρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξαναπληρώσει | είχαμε ξαναπληρώσει | θα έχουμε ξαναπληρώσει | να έχουμε ξαναπληρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξαναπληρώσει | είχατε ξαναπληρώσει | θα έχετε ξαναπληρώσει | να έχετε ξαναπληρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξαναπληρώσει | είχαν ξαναπληρώσει | θα έχουν ξαναπληρώσει | να έχουν ξαναπληρώσει |
| |
.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.