ξαναπληρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαναπληρώνω < ξανά και πληρώνω

Ρήμα

ξαναπληρώνω

  1. πληρώνω ξανά για δεύτερη ή πολλοστή φορά κάτι που έχω ήδη πληρώσει
    Αναγκάστηκα να ξαναπληρώσω τη ΔΕΗ και μου είπαν ότι θα έχω επιστροφή, ενώ ήταν δικό τους λάθος
    Πληρώνω και ξαναπληρώνω το χαράτσι, βαρέθηκα πια -δεν έμενα στο νοίκι καλύτερα...

Κλίση

.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.