ανανεώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανανεώνομαι < αρχαία ελληνική ἀνανεόομαι-ἀνανεοῦμαι

Ρήμα

ανανεώνομαι

  1. ξανανιώνω
    Θα κάνω πιλάτες και κολύμπι και μάσκες ομορφιές και θα ανανεωθώ
  2. βρίσκω καινούργια ενδιαφέροντα για να ξαναβρώ την καλή μου διάθεση, την δημιουργικότητά μου
    Μετά την τρίτη ταινία του δεν ανανεώθηκε και καταντά κουραστικός


Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.