ἐξαναπληρόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐξαναπληρόω < ἐξ + ἀνά + πληρόω-πληρῶ

Ρήμα

ἐξαναπληρόω

  1. αναπληρώνω πλήρως ένα κενό, συμπληρώνω
  2. επανδρώνω, βρίσκω πλήρωμα
    καίτοι πῶς εἰσιν δίκαιοι ταῦτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῦν, νῦν δ᾽ ὡς πρῶτοι παρασκευασάμενοι τὸν στέφανον λαβεῖν; (: και πώς είναι δικαιο να βρίσκουν πλήρωμα (για το πλοίο) μετά από εμένα και τώρα να παίρνουν το στέφανο σαν να ετοιμάστηκαν πρώτοι; (Δημοσθ. Περί του Στεφάνου της Τριηραρχίας, 6)
  3. το θρέψιμο μιας πληγής ή ενός χτυπήματος στο δέντρο, η ανανέωση του φλοιού
    ἐξαναπληροῦνται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν (ο φλοιός) Θεόφρ. Φυτ. Ιστ. 3. 17, 1.
 δείτε τη λέξη  ἀναπληρόω, πληρόω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.