Σαρακατσάνοι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Σαρακατσάνοι: πληθυντικός αριθμός του Σαρακατσάνος
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Σαρακατσάνοι | ||
| γενική | των | Σαρακατσάνων | ||
| αιτιατική | τους | Σαρακατσάνους | ||
| κλητική | Σαρακατσάνοι | |||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Σαρακατσάνοι αρσενικό στον πληθυντικό
- Έλληνες νομάδες κτηνοτρόφοι από την περιοχή της Πίνδου που εξαπλώθηκαν και σε γειτονικά μέρη της Ελλάδας και της νότιας Βαλκανικής Χερσονήσου
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Σαρακατσάνοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Σαρακατσάνος
- Σαρακατσαναίοι
- Καρακατσάνοι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.