νομότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νομότυπος | η | νομότυπη | το | νομότυπο |
| γενική | του | νομότυπου | της | νομότυπης | του | νομότυπου |
| αιτιατική | τον | νομότυπο | τη | νομότυπη | το | νομότυπο |
| κλητική | νομότυπε | νομότυπη | νομότυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νομότυποι | οι | νομότυπες | τα | νομότυπα |
| γενική | των | νομότυπων | των | νομότυπων | των | νομότυπων |
| αιτιατική | τους | νομότυπους | τις | νομότυπες | τα | νομότυπα |
| κλητική | νομότυποι | νομότυπες | νομότυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νομότυπος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
νομότυπος, -η, -ο
- που από τυπική άποψη, ίσως όμως όχι και στην ουσία του, είναι σύμφωνος με το νόμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.