ξένοιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξένοιασμα τα ξενοιάσματα
      γενική του ξενοιάσματος των ξενοιασμάτων
    αιτιατική το ξένοιασμα τα ξενοιάσματα
     κλητική ξένοιασμα ξενοιάσματα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξένοιασμα < ξενοιάζω, ξενοιασ- + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkse.ɲa.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξένοιασμα

Ουσιαστικό

ξένοιασμα ουδέτερο (& ξέγνοιασμα)

Συγγενικά

 και δείτε τους όρους ξενοιάζω, ξε- και γνοιάζω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.