ξέγνοιαστα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ξέγνοιαστα
<
ξέγνοιαστος
Επίρρημα
ξέγνοιαστα
ανέμελα
, χωρίς σκοτούρες, ανάλαφρα, διασκεδαστικά
Μεταφράσεις
ξέγνοιαστα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ξέγνοιαστα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ξέγνοιαστο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.