étendu
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | étendu | étendus |
| θηλυκό | étendue | étendues |
Επίθετο
étendu (fr)
- εκτεταμένος
- pouvoir étendu - εκτεταμένη εξουσία
- κρεμασμένος
- le linge étendu - τα κρεμασμένα (για να στεγνώσουν) ρούχα
- απλωμένος, ξαπλωμένος
- il s'est étendu' par terre - ξαπλώθηκε κάτω (στο έδαφος)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη étendre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.