νύξις

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νύξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νύσσω / νύττω, θέμα νυγ-(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + -σις > -ξις

Ουσιαστικό

νύξις θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη νύσσω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.