νωδός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νωδός η νωδή το νωδό
      γενική του νωδού της νωδής του νωδού
    αιτιατική τον νωδό τη νωδή το νωδό
     κλητική νωδέ νωδή νωδό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νωδοί οι νωδές τα νωδά
      γενική των νωδών των νωδών των νωδών
    αιτιατική τους νωδούς τις νωδές τα νωδά
     κλητική νωδοί νωδές νωδά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νωδός < αρχαία ελληνική νωδός < νη- (στερητικό) + -ωδός < ὀδών

Προφορά

ΔΦΑ : /noˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νωδός

Επίθετο

νωδός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.