νυχτοπούλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νυχτοπούλι | τα | νυχτοπούλια |
| γενική | του | νυχτοπουλιού | των | νυχτοπουλιών |
| αιτιατική | το | νυχτοπούλι | τα | νυχτοπούλια |
| κλητική | νυχτοπούλι | νυχτοπούλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ni.xtoˈpu.li/
Ουσιαστικό
νυχτοπούλι ουδέτερο
- (πτηνό) νυκτόβιο πουλί
- ※ Ο γκιώνης είναι πουλί. Είναι νυχτοπούλι. Πετά στα δέντρα. Βλέπει το φεγγάρι και φωνάζει: —Γκιων, γκιων!
- Ι.Κ. Γιαννέλης - Γ.Κ. Σακκάς, Αλφαβητάριο, εικονογράφηση: Κώστας Γραμματόπουλος (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 41964), σ. 116.
- ※ Ο γκιώνης είναι πουλί. Είναι νυχτοπούλι. Πετά στα δέντρα. Βλέπει το φεγγάρι και φωνάζει: —Γκιων, γκιων!
- (μεταφορικά) όποιος συχνά δεν κοιμάται η νύχτα ή κυκλοφορεί κατά τη διάρκειά της
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.