γκιόνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γκιόνης | οι | γκιόνηδες |
| γενική | του | γκιόνη | των | γκιόνηδων |
| αιτιατική | τον | γκιόνη | τους | γκιόνηδες |
| κλητική | γκιόνη | γκιόνηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκιόνης < (άμεσο δάνειο) αλβανική gjon, ηχομιμητική λέξη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɟo.nis/
- Γκιόνης (επώνυμο)
- Γκιώνης (επώνυμο)
-
γκιώνης στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γκιόνης
|
Αναφορές
- γκιόνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.