νυμφαῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ νυμφαῖον τὰ νυμφαῖ
      γενική τοῦ νυμφαίου τῶν νυμφαίων
      δοτική τῷ νυμφαί τοῖς νυμφαίοις
    αιτιατική τὸ νυμφαῖον τὰ νυμφαῖ
     κλητική ! νυμφαῖον νυμφαῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νυμφαίω
γεν-δοτ τοῖν  νυμφαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυμφαῖον (ελληνιστική κοινή) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νυμφαῖος (αρχαία ελληνικά). Εννοείται ουδέτερο ουσιαστικό ἱερόν.

Ουσιαστικό

νυμφαῖον, -ου ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) νυμφαίο, ιερό αφιερωμένο στις Νύμφες
  2. (ελληνιστική κοινή) κρήνη, βρύση
  3. (στον πληθυντικό ως κύριο όνομα) (τὰ Νυμφαῖα): εορτή προς τιμήν των Νυμφών

  • βοιωτικός τύπος: νυνφῆον

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νυμφαῖον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του νυμφαῖος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νυμφαῖος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.