ντρεσάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντρεσάρισμα | τα | ντρεσαρίσματα |
| γενική | του | ντρεσαρίσματος | των | ντρεσαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ντρεσάρισμα | τα | ντρεσαρίσματα |
| κλητική | ντρεσάρισμα | ντρεσαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ντρεσάρισμα ουδέτερο
- η επίμονη, αυστηρή και συστηματική εκπαίδευση
- Ασφαλώς, η βία των μαθητών και των νέων έχει πολλές αιτίες πέραν της μονοδιάστατης σχολικής φίμωσης/ντρεσαρίσματος που υφίστανται. (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 24/4/2009)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.