dressage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- dressage < dresser
Προφορά
- ΔΦΑ : /dʁe.saʒ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| dressage | dressages |
dressage (fr) αρσενικό
- η εξημέρωση, η τιθάσευση των άγριων ζώων
- (κατ’ επέκταση) πολύ αυστηρή παιδεία, ντρεσάρισμα
- (τεχνολογία) το ίσιωμα, η εξομάλυνση
- το στήσιμο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη dresser
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.