ντοκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ντοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dock < μέση αγγλική dock < μέση ολλανδική docke < μεσαιωνική λατινική ducta / ductus < λατινική duco < πρωτοϊταλική *doukō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déwkti < *dewk- (οδηγώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈdok/

Ουσιαστικό

ντοκ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.