ντόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ντόκος | οι | ντόκοι |
| γενική | του | ντόκου | των | ντόκων |
| αιτιατική | τον | ντόκο | τους | ντόκους |
| κλητική | ντόκε | ντόκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈdo.kos/
Ουσιαστικό
ντόκος αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) άλλη μορφή του ντοκ
- ※ Λίγο ακόμα και το βαπόρι θα γινόταν κομμάτια πάνω στον ντόκο. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Να είσαι και να μην είσαι [διήγημα])
Μεταφράσεις
ντόκος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.