ντελικάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ντελικάτος | η | ντελικάτη | το | ντελικάτο |
| γενική | του | ντελικάτου | της | ντελικάτης | του | ντελικάτου |
| αιτιατική | τον | ντελικάτο | την | ντελικάτη | το | ντελικάτο |
| κλητική | ντελικάτε | ντελικάτη | ντελικάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ντελικάτοι | οι | ντελικάτες | τα | ντελικάτα |
| γενική | των | ντελικάτων | των | ντελικάτων | των | ντελικάτων |
| αιτιατική | τους | ντελικάτους | τις | ντελικάτες | τα | ντελικάτα |
| κλητική | ντελικάτοι | ντελικάτες | ντελικάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ντελικάτος < μεσαιωνική ελληνική ντελικάτος < ιταλική delicato < λατινική delicatus < deliciae < delicio < de + lacio < πρωτοϊταλική *lakiō
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.liˈka.tos/
Επίθετο
ντελικάτος, -η, -ο
- λεπτοκαμωμένος και χαριτωμένος, με λεπτούς και αβρούς τρόπους
- ευαίσθητος (σωματικά και ψυχολογικά)
Συγγενικά
- ντελικατέσεν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.